ιρουδίνη

ιρουδίνη
η
ουσία σε εκχύλισμα από βδέλλες που παρεμποδίζει την πήξη τού αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. hirudine < λατ. hirudo, -inis «βδέλλα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”